1 επιπτυγμα
(τῶν στρομβωδῶν Arst.)
(τῶν καρκίνων Arst.)
(τὰ μαλακόστρακα ἀφιᾶσι τὸ ὕδωρ διὰ τῶν ἐπιπτυγμάτων Arst.)
Древнегреческо-русский словарь > επιπτυγμα